ἰσοταχῶς

ἰσοταχῶς
ἰσοταχής
possessing equal velocity
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισοταχής — ές (Α ἰσοταχής, ές) 1. αυτός που έχει ίση ταχύτητα με κάποιον άλλο 2. αυτός που διατηρεί σταθερή ταχύτητα αρχ. (για σφυγμούς) κανονικός. επίρρ... ισοταχώς (Α ἰσοταχῶς) με ίση ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ομοιοταχής — ὁμοιοταχής, ές (Α) αυτός που κινείται με την ίδια ταχύτητα σε σχέση με έναν άλλο, ισοταχής. επίρρ... ὁμοιοταχῶς (Α) με την ίδια ταχύτητα, ισοταχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + ταχής (< τάχος)] …   Dictionary of Greek

  • ομοταχής — ές (Α ὁμοταχής, ές) αυτός που έχει την ίδια ταχύτητα με άλλον, ισοταχής. επίρρ... ομοταχώς (Α ὁμοταχῶς) με ίση ταχύτητα, ισοταχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ισο ταχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”